Η σημαντική εξάρτηση της Ελλάδας από το ιρανικό πετρέλαιο προκαλεί δικαιολογημένα πονοκέφαλο στην Αθήνα, η οποία ωστόσο έχει επιδοθεί έγκαιρα σε αγώνα δρόμου προκειμένου να αντισταθμίσει τις προμήθειες της από το προωθούμενο εμπάργκο κατά της Τεχεράνης. Η υψηλή εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από το ιρανικό πετρέλαιο (σχεδόν 35%), σε συνδυασμό με την κλιμάκωση των ενεργειών των χωρών της Δύσης τους
τελευταίους μήνες έχουν οδηγήσει την ελληνική πλευρά στις δέουσες ενέργειες από τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο. Έτσι, παρά την κλιμακούμενη ένταση και την σκλήρυνση της στάσης της Δύσης, ουδεμία συνέπεια στην ελληνική οικονομία θα δικαιολογείτο, τουλάχιστον σε αυτή την φάση της κρίσης.
Και εξ αυτού το τελευταίο που θα ήθελε τώρα η εξουθενωμένη αγορά θα ήταν η εμφάνιση καθαρά κερδοσκοπικών συμπτωμάτων και αδικαιολόγητων επιβαρύνσεων.
Είναι γνωστό, πως το αρμόδιο υπουργείο έχει ζητήσει από τα Ελληνικά Πετρέλαια να προχωρήσουν σε πρόβλεψη 6μηνου (με ορίζοντα τον Ιούνιο), προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία της αγοράς. Η Αθήνα περάν της κοινοποίησης προς τους εταίρους του αυξημένου βαθμού εξάρτησης (από το ιρανικό πετρέλαιο) έχει αιτηθεί την πιο ευέλικτη αντιμετώπιση της στην περίπτωση που επιδεινωθεί αιφνίδια η κατάσταση.
Αυτό γιατί, τόσο η Λιβύη όσο οι πετρελαιοπαραγωγοί χώρες του Κόλπου χρειάζονται εύλογο διάστημα για να αυξήσουν την παραγωγή αλλά και να μεταφέρον συμβόλαια που έχουν με αγορές της Άπω Ανατολής, κυρίως την κινεζική. Είναι ενδεικτικό, πως στις αρχές Δεκεμβρίου ο υπουργός Εξωτερικών Στ. Δήμαςείχε ενημερώσει τους ομολόγους του στην ΕΕ για την ιδιαιτερότητα της ελληνικής οικονομίας. Άλλωστε η Αθήνα είναι η τελευταία, που θα ήθελε ειδικά σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία να μην συμπλεύσει με το Παρίσι, που ηγείται του μετώπου για την επιβολή κυρώσεων κατά της Τεχεράνης και νωρίτερα τη Δευτέρα υπήρξε κατ’ αρχήν συμφωνία για πετρελαϊκό εμπάργκο.
Όλα αυτά θα εξεταστούν για ακόμη μία φορά στο Συμβούλιο των ευρωπαίων υπουργών Εξωτερικών αλλά και στις συναντήσεις των υπουργών Οικονομιών της Ευρωζώνης.
Υπό αυτό το πρίσμα, είναι ερμηνεύσιμη η ψυχραιμία με την οποία αντιμετωπίζει μέχρι τώρα η Αθήνα το πρόβλημα, αν και για προληπτικούς λόγους σχετικές οδηγίες για έλεγχο της αγοράς έχουν δοθεί από τις συναρμόδιες υπηρεσίες.
Με βάση τις τιμολογήσεις, που έχουν ήδη γίνει και τα συμβόλαια προμήθειας χονδρικής οποιαδήποτε αύξηση της τιμής του πετρελαίου (χονδρική, λιανική) θα οφείλεται αποκλειστικά και μόνο σε κερδοσκοπία και ως τέτοια θα πρέπει να αντιμετωπισθεί.
Έχοντας «κλειδωμένα» συμβόλαια για τουλάχιστον 3 μήνες οι ελληνικοί όμιλοι (κυρίως ΕΛ.ΠΕ και Motor Oil ), δεν θα πρέπει να αναμένεται επιβάρυνση του καυσίμου και μετακύλιση βάρους στην παραγωγή και στην αγορά για το επόμενο διάστημα.
Στο απευκταίο ενδεχόμενο, που η κατάσταση επιδεινωθεί σε διεθνές επίπεδο, τότε οι συνέπειες θα πρέπει να είναι κλιμακούμενες και ανάλογα με τον κλάδο και την δραστηριότητα παραγωγής. Θα πρέπει ωστόσο να συνεκτιμηθεί, πως οι πιέσεις και τα μέτρα της Δύσης κατά της Τεχεράνης εντείνονται με χρονικό ορίζοντα τον Μάρτιο, μήνα διεξαγωγής εκλογών στο Ιράν.
Εάν η κρίση υπερβεί τους 6 μήνες (οπότε όμως η Σαουδική Αραβία θα έχει γυρίσει μεγάλο μέρος συμβολαίων για αύξηση της παραγωγής- τροφοδοσίας), τότε η ελληνική οικονομία και δευτερευόντως η πορτογαλική, θα είναι από τις πρώτες της ΕΕ που θα πληγούν αμεσότερα.
Προηγούμενες ανάλογες περίοδοι έχουν δείξει, πως οι υψηλότερες τιμές του πετρελαίου πυροδοτούν πληθωριστικές πιέσεις, η ένταση των οποίων εξαρτάται από το κατά πόσον οι καταναλωτές επιχειρούν να τις αντισταθμίσουν (μέσω των υψηλότερων μισθολογικών διεκδικήσεων, κάτι που δεν… παίζει για την ελληνική οικονομία) και από τον βαθμό που οι εταιρείες μπορούν να αποκαταστήσουν τα περιθώρια κέρδους τους (τα οποία πλήττονται από την άνοδο του κόστους παραγωγής) μέσω της τιμολογιακής τους πολιτικής.
Την προηγούμενη 20ετία έχει καταγραφεί, πως μία μόνιμη αύξηση της τιμής του πετρελαίου (λ.χ. ) κατά 10%, ενδέχεται να έχει μόνο μικρές και παροδικές επιπτώσεις στον πληθωρισμό των χωρών της Ευρωζώνης (περίπου 0,06 ποσοστιαίες μονάδες αύξηση το πρώτο τρίμηνο). Ωστόσο, η Ελλάδα είναι ίσως η πρώτη και κύρια χώραόπου οι επιπτώσεις στον πληθωρισμό είναι μεγάλες και κορυφώνονται έπειτα από επτά και πέντε τρίμηνα αντίστοιχα. Αυτή η επιμονή των πληθωριστικών πιέσεων σε αυτές τις χώρες αποδίδεται κατά κύριο λόγο στις αυξήσεις των τιμών των εισαγόμενων προϊόντων. Ωστόσο και σε αυτή την περίπτωση η κρίση φαίνεται να διαφοροποιεί τα δεδομένα για την ελληνική οικονομία λόγω της σημαντικής μείωσης εισαγόμενων, κατανάλωσης.
Στις δύο προηγούμενες σοβαρές πετρελαϊκές κρίσεις (των δεκαετιών του ΄70 και του ΄80) οι απώλειες στοελληνικό ΑΕΠ είχαν μετρηθεί σε μείωση 7,9% και 8,1% αντίστοιχα.
Πρόκειται βέβαια για ακραία και προσώρας θεωρητικά σενάρια, που απέχουν πολύ από την πραγματικότητα.
Και για αυτό αρμόδιοι φορείς και επαγγελματικοί σύλλογοι σπεύδουν τις τελευταίες ημέρες να προκαταλάβουν όσους τυχόν έχουν κερδοσκοπικές βλέψεις.
newpost.gr
τελευταίους μήνες έχουν οδηγήσει την ελληνική πλευρά στις δέουσες ενέργειες από τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο. Έτσι, παρά την κλιμακούμενη ένταση και την σκλήρυνση της στάσης της Δύσης, ουδεμία συνέπεια στην ελληνική οικονομία θα δικαιολογείτο, τουλάχιστον σε αυτή την φάση της κρίσης.
Και εξ αυτού το τελευταίο που θα ήθελε τώρα η εξουθενωμένη αγορά θα ήταν η εμφάνιση καθαρά κερδοσκοπικών συμπτωμάτων και αδικαιολόγητων επιβαρύνσεων.
Είναι γνωστό, πως το αρμόδιο υπουργείο έχει ζητήσει από τα Ελληνικά Πετρέλαια να προχωρήσουν σε πρόβλεψη 6μηνου (με ορίζοντα τον Ιούνιο), προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία της αγοράς. Η Αθήνα περάν της κοινοποίησης προς τους εταίρους του αυξημένου βαθμού εξάρτησης (από το ιρανικό πετρέλαιο) έχει αιτηθεί την πιο ευέλικτη αντιμετώπιση της στην περίπτωση που επιδεινωθεί αιφνίδια η κατάσταση.
Αυτό γιατί, τόσο η Λιβύη όσο οι πετρελαιοπαραγωγοί χώρες του Κόλπου χρειάζονται εύλογο διάστημα για να αυξήσουν την παραγωγή αλλά και να μεταφέρον συμβόλαια που έχουν με αγορές της Άπω Ανατολής, κυρίως την κινεζική. Είναι ενδεικτικό, πως στις αρχές Δεκεμβρίου ο υπουργός Εξωτερικών Στ. Δήμαςείχε ενημερώσει τους ομολόγους του στην ΕΕ για την ιδιαιτερότητα της ελληνικής οικονομίας. Άλλωστε η Αθήνα είναι η τελευταία, που θα ήθελε ειδικά σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία να μην συμπλεύσει με το Παρίσι, που ηγείται του μετώπου για την επιβολή κυρώσεων κατά της Τεχεράνης και νωρίτερα τη Δευτέρα υπήρξε κατ’ αρχήν συμφωνία για πετρελαϊκό εμπάργκο.
Όλα αυτά θα εξεταστούν για ακόμη μία φορά στο Συμβούλιο των ευρωπαίων υπουργών Εξωτερικών αλλά και στις συναντήσεις των υπουργών Οικονομιών της Ευρωζώνης.
Υπό αυτό το πρίσμα, είναι ερμηνεύσιμη η ψυχραιμία με την οποία αντιμετωπίζει μέχρι τώρα η Αθήνα το πρόβλημα, αν και για προληπτικούς λόγους σχετικές οδηγίες για έλεγχο της αγοράς έχουν δοθεί από τις συναρμόδιες υπηρεσίες.
Με βάση τις τιμολογήσεις, που έχουν ήδη γίνει και τα συμβόλαια προμήθειας χονδρικής οποιαδήποτε αύξηση της τιμής του πετρελαίου (χονδρική, λιανική) θα οφείλεται αποκλειστικά και μόνο σε κερδοσκοπία και ως τέτοια θα πρέπει να αντιμετωπισθεί.
Έχοντας «κλειδωμένα» συμβόλαια για τουλάχιστον 3 μήνες οι ελληνικοί όμιλοι (κυρίως ΕΛ.ΠΕ και Motor Oil ), δεν θα πρέπει να αναμένεται επιβάρυνση του καυσίμου και μετακύλιση βάρους στην παραγωγή και στην αγορά για το επόμενο διάστημα.
Στο απευκταίο ενδεχόμενο, που η κατάσταση επιδεινωθεί σε διεθνές επίπεδο, τότε οι συνέπειες θα πρέπει να είναι κλιμακούμενες και ανάλογα με τον κλάδο και την δραστηριότητα παραγωγής. Θα πρέπει ωστόσο να συνεκτιμηθεί, πως οι πιέσεις και τα μέτρα της Δύσης κατά της Τεχεράνης εντείνονται με χρονικό ορίζοντα τον Μάρτιο, μήνα διεξαγωγής εκλογών στο Ιράν.
Εάν η κρίση υπερβεί τους 6 μήνες (οπότε όμως η Σαουδική Αραβία θα έχει γυρίσει μεγάλο μέρος συμβολαίων για αύξηση της παραγωγής- τροφοδοσίας), τότε η ελληνική οικονομία και δευτερευόντως η πορτογαλική, θα είναι από τις πρώτες της ΕΕ που θα πληγούν αμεσότερα.
Προηγούμενες ανάλογες περίοδοι έχουν δείξει, πως οι υψηλότερες τιμές του πετρελαίου πυροδοτούν πληθωριστικές πιέσεις, η ένταση των οποίων εξαρτάται από το κατά πόσον οι καταναλωτές επιχειρούν να τις αντισταθμίσουν (μέσω των υψηλότερων μισθολογικών διεκδικήσεων, κάτι που δεν… παίζει για την ελληνική οικονομία) και από τον βαθμό που οι εταιρείες μπορούν να αποκαταστήσουν τα περιθώρια κέρδους τους (τα οποία πλήττονται από την άνοδο του κόστους παραγωγής) μέσω της τιμολογιακής τους πολιτικής.
Την προηγούμενη 20ετία έχει καταγραφεί, πως μία μόνιμη αύξηση της τιμής του πετρελαίου (λ.χ. ) κατά 10%, ενδέχεται να έχει μόνο μικρές και παροδικές επιπτώσεις στον πληθωρισμό των χωρών της Ευρωζώνης (περίπου 0,06 ποσοστιαίες μονάδες αύξηση το πρώτο τρίμηνο). Ωστόσο, η Ελλάδα είναι ίσως η πρώτη και κύρια χώραόπου οι επιπτώσεις στον πληθωρισμό είναι μεγάλες και κορυφώνονται έπειτα από επτά και πέντε τρίμηνα αντίστοιχα. Αυτή η επιμονή των πληθωριστικών πιέσεων σε αυτές τις χώρες αποδίδεται κατά κύριο λόγο στις αυξήσεις των τιμών των εισαγόμενων προϊόντων. Ωστόσο και σε αυτή την περίπτωση η κρίση φαίνεται να διαφοροποιεί τα δεδομένα για την ελληνική οικονομία λόγω της σημαντικής μείωσης εισαγόμενων, κατανάλωσης.
Στις δύο προηγούμενες σοβαρές πετρελαϊκές κρίσεις (των δεκαετιών του ΄70 και του ΄80) οι απώλειες στοελληνικό ΑΕΠ είχαν μετρηθεί σε μείωση 7,9% και 8,1% αντίστοιχα.
Πρόκειται βέβαια για ακραία και προσώρας θεωρητικά σενάρια, που απέχουν πολύ από την πραγματικότητα.
Και για αυτό αρμόδιοι φορείς και επαγγελματικοί σύλλογοι σπεύδουν τις τελευταίες ημέρες να προκαταλάβουν όσους τυχόν έχουν κερδοσκοπικές βλέψεις.
newpost.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου